λόφος

λόφος
λόφος
Grammatical information: m.
Meaning: `neck of drawing animals and men, crest of a helmet, crest of a hill' (Il.), also `crest or tuft on the head of birds, of feathers or flesh' (Simon., Hdt., Ar., Arist.).
Compounds: Often as 2. member, e.g. γή-, γεώ-λοφος `earth-hill' (Pl., X.) with illuminating first member (Risch IF 59, 268); rarely as 1. member, e.g. (τὰ) λόφουρα `with crest-like tail', of drawing-animals and animals of burden (horses, asses, τὰ ὑποζύγια) as opposed to ruminants (Arist., Thphr., hell. inscr.). - Side-form λόφη f. `comb' (D.S.; after κόμη?).
Derivatives: 1. Diminut.: λόφιον `small crest of helmet' (sch.), λοφίδιον `small hill' (Ael.). Other substant.: 2. λοφιά, Ion. -ιή f. `comb for manes, hair-, breast, back-fin etc.' (τ 446, also Hdt., Arist.; cf. Scheller Oxytonierung 72 f.); 3. λοφεῖον `crest-case' (Ar.), also λοφίς περικεφαλαίας θήκη H. 4. λοφίας m. `fish with back-fins', denomination of the φάγρος (Numen. ap. Ath.; like ἀκανθίας a.o., Chantraine Formation 94), also the first dorsal vertebra' (Poll.); in the last meaning also λοφαδίας (Poll.; *λοφάς, -άδιος); λοφιήτης m. `inhabitant of a hill' (AP, of Pan, after πολιήτης). 5. λόφωσις m. `crest ornament' (Ar. Av. 291; cf. ἀέτωσις [s. αἰετός]). - 6. Adjectives: λοφώδης `crest-like, hilly' (Arist.), λοφόεις `crested, hilly' (Tryph., Nonn.). - 7. Verbs: λοφάω `be crested' (Babr., Ar., H.; after κομάω, Leumann Hom. Wörter 307 n. 77); λοφίζω `have the λ. in the hight' (Zonar.); λοφόομαι `rise, form a hill' (Eust.). -- 8. Hypostasis: καταλοφάδεια adv. `hanging down from the neck' (κ 169 with metr. conditioned -εια, cf. κατωμάδιος, κατωμαδόν; Chantraine Form. 39, Gramm. hom. 1, 101 u. 176).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As both Alc. (Z 65) and Hdt. (1, 171) consider the helmet-crest as a Carian invention, Schulze Q. 257, 4 sees in λόφος as `crest of the helmet' a Carian LW [loanword], which he, certainly wrongly, wants to separate from λόφος `neck'. - An acceptable connection gives Toch. A lap `head' (Schulze Kl. Schr. 252); CSl. ORuss. lъbъ `skull' with OCS lъbьnъ `belonging to the skull' (with Russ. lob `front', Ukr. ɫob `front, head') presents serious difficulties because of the vowel. Uncertain Illyr. PN Otto-(Atto-)lobus (Mayer Glotta 32, 83). - Lit. in Vasmer Wb. s. lob, Sadnik-Aitzetmüller Hwb. zu den aksl. Texten 264 (No. 486), v. Windekens Lex. étym. s. lap. Wrong IE etymologies are rejected by Bq.
Page in Frisk: 2,139-140

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λόφος — back of the neck masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek

  • Λόφος — Sp Lòfas Ap Λόφος/Lofos L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • λόφος — ο ύψωμα γης χαμηλότερο από το βουνό: Έχτισε ένα σπιτάκι στην κορυφή του λόφου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μουσών, λόφος — Αρχαιότατος λόφος της Αθήνας, ύψους 147 μ., που βρίσκεται ανατολικά του λόφου της Πνύκας και νοτιοδυτικά απέναντι από την Ακρόπολη. Ο λόφος αυτός είχε ονομαστεί έτσι γιατί ήταν αφιερωμένος στις Μούσες. Από παρερμηνεία θεωρήθηκε πως πήρε το όνομά… …   Dictionary of Greek

  • Καπιτώλιο ή Καπιτωλίνος λόφος — (Capitolium). Μικρός λόφος της Ρώμης, ΒΔ του Παλατίνου λόφου, όπου βρισκόταν κατά την αρχαιότητα η ακρόπολη της αρχαίας πόλης και ο ναός του Δία. Είχε υψόμετρο 46 49 μ. λόγω των δύο κορυφών του, στη μία από τις οποίες βρισκόταν η ακρόπολη και στη …   Dictionary of Greek

  • Αβεντίνος λόφος — Ένας από τους επτά λόφους, ο νοτιότερος, πάνω στους οποίους είχε χτιστεί η Ρώμη. Κατοικήθηκε για πρώτη φορά την εποχή του βασιλιά Άγκου Μάρτιου και, παρότι βρισκόταν μέσα στο τείχος του Σέρβιου Τούλιου, έμεινε έξω από τα όρια της πόλης για… …   Dictionary of Greek

  • Κυρινάλιος λόφος — (Mons Quirinalis). Ένας από τους επτά λόφους της Ρώμης, στην αριστερή όχθη του Τίβερη. Έλαβε την ονομασία του από τον ομώνυμο ναό που φιλοξενούσε στην κορυφή του. Προτού ο Σέρβιος διαιρέσει την περιοχή σε συνοικίες, ονομαζόταν λόφος (collis), ενώ …   Dictionary of Greek

  • Λυκαβηττός — Λόφος (277 μ.) στο κέντρο της Αθήνας, κωνικού σχήματος. Η πρόσβαση στον λόφο διευκολύνεται με τελεφερίκ. Στην κορυφή του Λ. υπάρχει η εκκλησία του Άη Γιώργη (που παλαιότερα είχε δώσει την ονομασία σε όλο τον λόφο), ενώ στη δυτική πλαγιά βρίσκεται …   Dictionary of Greek

  • Αρδηττός — Λόφος της Αθήνας, πάνω από το Παναθηναϊκό στάδιο· οφείλει το όνομά του, σύμφωνα με τους αρχαίους γραμματικούς, στον αττικό ήρωα Αρδήττη, που ήταν ο πρώτος που κατόρθωσε να μονιάσει τους πολίτες της Αθήνας και να βάλει φραγμό στις συχνές… …   Dictionary of Greek

  • Ζαφέρ Παπούρα — Λόφος (300 μ.) της Κρήτης. Βρίσκεται σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από την αρχαία Κνωσό. Στην περιοχή του βρέθηκε νεκροταφείο της τελευταίας υστερομινωικής περιόδου με πλούσιους σε κτερίσματα τάφους (13ος 14ος αι. π.Χ.). Το όνομά του οφείλεται στη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”